ενθυμητικό(ν)

ενθυμητικό(ν)
το память;

ισχυρό ( — или γερό) ενθυμητικό(ν) — хорошая память


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενθυμητικό(ν)" в других словарях:

  • ενθυμητικός — ή, ό και θυμητικός, ή, ό (Μ ἐνθυμητικός, ή, όν) [ενθυμώ ενθυμούμαι] 1. αυτός που έχει ισχυρή μνήμη, που έχει την ικανότητα να προκαλεί ανάμνηση ή να θυμάται, ο εύκολος στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενθυμητικό(ν) μνήμη, μνημονικό, ευχέρεια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»